Δώδεκα ώρες πριν την Άνοιξη η επιλαχούσα νύχτα,
το απόκοσμο του αντίλαλου με γέλιο έκανες πέρα,
θνητό προσάναμα φωτιάς και τελειωμένα σπίρτα
κι ανάβεις τις ελπίδες μου στον τύραννο αέρα.
Δώδεκα ώρες πριν την Άνοιξη μεθάει η πυγμή,
δύο φωνές στο ξέφωτο, μισή η ερημιά
και κρύβει ο κλυδωνισμός μιας όασης ρωγμή,
μα εξατμίζει το έργο μας την έρπουσα ζημιά.
Δώδεκα ώρες πριν την Άνοιξη η σκέψη κολυμπάει
και γρίφο μιας ταυτότητας η έξη μας να λύνει,
"γείρε τη στο ανάκλινδρο, σ' όνειρο δε χτυπάει",
μου είπε μια συνείδηση που μου 'λαχε να μείνει.
Δώδεκα ώρες πριν την Άνοιξη κι η μοναξιά δε στάζει,
δίπλα σου η περγαμηνή των άστρων με καλεί,
αναδευτήρι των ψυχών χρόνος που δε βουλιάζει,
όταν ξαπλώνω μέσα σου με χάνουν οι πολλοί.
Δώδεκα ώρες πριν την Άνοιξη κι ο Χειμώνας πεθαίνει,
σχεδόν άξια ανάλυσης η σύνθετη στιγμή,
σίγουρα άξια έναρξης η ευκαιρία που μένει
να αφήσουν την ανάγκη μας ατάραχοι τριγμοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου