Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

Η ψήφος


Απονενοημένο διάβημα του άβουλου μυαλού
η εμπιστοσύνης παροχή στην κωματώδη στάση,
η χώρα διακυβεύεται με εντολή χαμού,
υποκινείται ο σωρός στην ακανθώδη τάση.

Κρίσιμη μάζα ο λαός, το παρελθόν του σούπα,
νομοθετεί σε έκσταση η διχαλωτή μανία,
ας μη βιαστούν τα ερπετά να πιουν από την κούπα,
δε θα ψηφίσει η λογική κομματική αμνηστία.

Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Λευκό και μαύρο


Ξένος σου ο τρόπος υλοποίησης από νοητική αίσθηση
και άγνωστός σου ο χειρισμός υποψηφίων μοίρας,
με άγνοια και πεποίθηση βέβαιος βγάζεις πόρισμα
για τη βοήθεια ή μη με το κλειδί της θύρας.

Επήλθε η κατανόηση του παλαιού κειμένου,
γνώση αφυπνιστική, μια κάθαρση ξανθή,
μαύρες οι υποθέσεις σου, αμιγώς λανθασμένες,
δάσκαλε του λευκού φωτός με πρόθεση ορθή.

Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Καρδιακή αρχή


Μια φορά αρκεί, αγγίζοντας τα πλήκτρα της έλευσής σου, να νιώσω τις νότες της εποχής σου, να βρω το ένα κορμί της Άνοιξης που ποθώ να αφυπνίσω, να ακούσω την ανάσα του λόγου σου, αρκούμενος στην ώρα που δε θα ξαναγνωρίσω. Να παίξω με τα ανήσυχα χρώματα που διψασμένα σε τυλίγουν κι όλο τ' αφήνεις να σε ορίσουν. Μια φορά από νερό και άμμο αναστημένη, μια φορά από συγκίνηση. Στο άδειο μας χαρτί γεννιέται τώρα η κίνηση, στη λευκή μας ιστορία άπαντες απόντες, στο καρυδότσουφλο της ελπίδας μας ζεσταινόμαστε μόνοι. Τα μαλλιά σου γνωρίζω, τη σκέψη σου αναγνωρίζω, τη διάρκειά μας αφουγκράζομαι. Τη δροσιά σου φιλώ και κερδίζω πνοή, τη μοίρα μας ασπάζομαι σε φίλο χρόνο. Το αίμα της αγκαλιάς μου σου μεταγγίζω με λατρεία ψυχής, με νόημα καρδιακής αρχής. Δύο κοιμηθήκαμε μόνοι κάτω απ' τον άνεμο, κάτω από βιαστικά σύννεφα. Βρεθήκαμε στα χέρια, βρεθήκαμε στα μάτια και αποκοιμηθήκαμε..
 

Ο λόγος


Απαρηγόρητη αίσθηση στην τάξη με καλείς,
αχώριστη διαίσθηση σιδηράς εποχής,
σε δρόμους χειμωνιάτικους του νου θα αποκαλείς
θανατηφόρο αίτιο τη μοναξιά που γδέρνεις.

Δεν ξαναχτίζεις παρελθόν με θέσεις μετανοίας,
 αρέσκεσαι σε ωμό παρόν ελεύθερων λαθών,
απαγχονίζεις το μέλλον μιας στέρφας φαντασίας,
στον κόσμο σου αφήνεσαι σα μόνος επιζών.

Σε μια καρπερή μάστιγα δηλώνεις φύλλο απόντος,
αντίδραση με την οργιά, απόρριψη στη μπλιόρα,
γνωρίζεις σκέψη αχώνευτη, τσατάλι δε σε πιάνει,
πάντα η βαθιά ρίζα σου χωνόταν σε ανηφόρα.

Στη ναυαρχίδα της ζωής πρωτοστατεί ένας λόγος,
αυτός που εξελίχθηκες κι εκείνος του θεού,
της δεύτερης αραίωσης του πανταχού παρόντος
κι εκείνος της υπέρβασης από καρδιά αμνού.

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Σκονισμένο ξόμπλι


Πατριωτικά ορμώμενοι μα προσφορές κοιτάζουν,
κοστίζει η εμπιστοσύνη μας το χρόνο μιας ζωής,
ισόβια θα φθείρεται το όραμα που σκιάζουν,
σ' ένα ακριβό πόντιουμ ο βούρκος μιας βοής. 

Δε θα κοπάσει ο ίκτερος της κιτρινιάρας ώρας,
μην πιάνεσαι απ' την κουπαστή σε στάση πληρωμής,
το βουρκωμένο τάλαντο μιας πονεμένης χώρας
πενθεί τη μάνα τσέπη του που τρύπησε νωρίς.

Σαν άδραξες την έρημη, την αποφράδα μέρα,
τα ξόμπλια της ανάδειξε μέχρι να βρει ουρανό,
το σκονισμένο κέντημα φώτισέ το στον ήλιο
και τη θολή αντάρα σου σε βλέμμα γηραιό.

Βρες το τιμόνι που έλειψε, τη γηγενή μας μοίρα,
τη βούληση οδήγησε μακριά απ' τη σκλαβιά,
μασκαρεμένα πρότυπα δε συγχωρεί η πείρα,
από τσουκάλι απόρρητο δεν έφαγαν παιδιά.

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Πανόραση


Δεν απορώ, στον όρκο τους εργάτης,
ξύλινο ψέμα, κατηγορούμενο.
Σε ανακαλώ, μνήμη μου και ρωτάω,
πού είναι η αλήθεια, ον μου καλοκάγαθο.

Στη γαλάζια πείνα σκλαβωμένη η Αθήνα,
σα μαδημένο, άνθος μου λειψό.
Χρόνε μου αγύρτη, δίχως λεπτοδείκτη,
ταξιδεύεις το μεθυσμένο αστό.

Ακροβατείς αφέντη της απάτης,
σε φλέγον νήμα ευθείας εθνικής.
Σε κυνηγά το μήνυμα αντάρτης,
της γυάλινής σου ωμής πολιτικής.

Γέρος υπνοβάτης, με σύρματα ο φράχτης,
περίφραξη σε κίτρινο άχυρο.
Δυστυχές μου κτήνος, στην αγάπη δίνω
πανόραση με βλέμμα στο άπειρο.

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Σε μια νιφάδα


Θέλω να σε δω στην ανεμελιά,
έξω απ' την τελευταία αγκαλιά.
Θέλω να σε βρω σε χρυσό φιλί,
να ζει τη γεύση σου αυτό το αθάνατο.

Θέλω μια αυγή, μία χαραυγή,
να διώξω την κλεψύδρα του θανάτου.
Στο άγριο φως μίας διαδρομής,
να πιει την άμμο ο Χάρος απ' το ανάθεμα.

Σε μια εκδρομή, πρώτη αναπνοή,
ανθόμελο απ' την ίδια πάντα γη.
Μαύρη σιωπή πάλι στα σκαλιά,
θα εξατμιστεί με το ακίνητο άπατο.

Θέλω να ακουστείς με πάτημα βαθύ,
να δροσιστείς απ' τη μάνα πηγή.
Στο λευκό χιονιά να δεις μόνο χιόνι,
φρακταλικό το σχήμα της νιφάδας σου.

Θέλω να θωρείς το θεό της γης,
πριν ζήσει η ανάγκη εσύ να προνοείς.
Θέλω να κοιτάς με ανοιχτή καρδιά,
η ανθρωπιά να λύσει αυτό το πρόσωπο.

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Κόντρα παρών


Μην κουβαλάς την αμμοθύελλα στη σκέψη,
μην καψαλίζεις τη ζωή μελλοντικών παιδιών,
μην υποκύπτεις στο στερνό λεπτό πριν φέξει,
μα δήλωσε παρών μοιραίων ρολογιών.

Μην παραδίνεσαι στις δυο γνωστές σου στράτες,
μην κλείνεις μάτια μπρος στο παγερό κενό,
μην κοιτάς πίσω στις παρωχημένες πλάτες,
μα κέρδισε τη θέση σου πέρα απ' τον καπνό.

Μη διαγράφεσαι σαν τρυφερός πολίτης,
μη σε τραβάνε άτεγκτα σχοινιά,
μη μαστιγώνεις το έργο σαν αλήτης,
μα την καρδιά σου άπλωσε στου θάρρους τα πανιά.

Μην σημαδεύεσαι από της λησμονιάς τα όπλα,
μην αραιώνεσαι από πολιτικό οξύ,
μη διαφαίνεσαι αλλού και ποτέ τώρα,
μα σε αδικία απηνή να στέκεις κόντρα εσύ.

Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Όμορες στιγμές


Τη μορφή σου ζωγράφισα σε δέκα ουρανούς,
τα βήματά σου γνώρισα απ' τους θεούς ανέμους,
σα μπαλαρίνα του νοτιά βρέθηκες μπρος στου θέρους
τα γυρτά στάχυα τα χρυσά που δε θερίζει ο νους.

Τους ανεμόμυλους θωρείς σαν άλλος Δον Κιχώτης,
της φαντασίας ο καρπός χαρίζει άνθη γυμνά,
δυο μάτια αναφιλητά, θάλασσα και βουνά
θα αγναντεύουμε μαζί απ' τα πηγάδια νιότης.

Πέρα από το πλεκτό άλλοθι του αόρατου αδερφού,
πέρα απ' το δόλο τον τυφλό, το μισανθρωπικό,
η αγάπη στέκει ακέραιη, τροφή στο θυμικό,
ορίζοντας κι ενόραση χωρίς καπνό χαμού.

Με το λευκό φουστάνι σου προσφέρεσαι στη μέρα,
σε δύο όμορες στιγμές το γέλιο μας ορίζεις,
απ' το σκοτάδι μιας νυχτιάς το έναστρο χαρίζεις,
ιδέες μου απάτητες, φωνές μες στον αγέρα.

Το μέλλον σου στο μέλλον μου χαρίζει ελευθερία,
με χρώματα ανθού αρωγού της φλογερής σου αλήθειας,
έξω εμείς απ' το σκοπό ιθαγενούς συνήθειας
κι ο κόσμος τους γραμμένος με ασπρόμαυρη απορία.


Σάββατο 14 Απριλίου 2012

Χώρα και θρήσκευμα


Το όργωμά σου στη ψυχή ταράζει χίλιες νύχτες,
στο πρόγραμμα της πίστεως αναθρώσκων καπνός,
προσκύνημα της Κυριακής, ελπίζεις μα δεν είδες,
η θάλασσα μια άπιστη προσμένει ηλίου φως.

Στης αβύσσου το πέρασμα διαβόλου κατηφόρα,
των αρχαγγέλων η φουρνιά, παράδεισος φωτιά,
μην περιμένεις στην ουρά, θα σε γελάσει η ώρα,
για θεϊκή απάντηση που κλαίει αίματα.

Αντάρα ζωής και θρήσκευμα, νηστεία για αγιασμένους,
πείνα και άγνοια έτοιμες για χνώτα Ελληνικά,
στα τριάντα τρία ανάσταση, παίγνιο για χαμένους,
τα γόνατα στα χώματα πεθαίνουν μαζικά.

Στη γη σου οι κατακτητές βεβηλώνουν αιώνες,
στο σώμα σου ανάδοχοι αναζητούν χαρές,
Ελλάδα νεκροφίλημα δε δίνουν οι αγώνες,
μόνο η στείρα αποχή που γνέφει στις ορδές.

Η ένωση των όρκων τους πατάει την αλήθεια,
απαγχονίζει ομορφιά η σήψη στα παιδιά,
σαθρή τους διαφάνεια που μας χτυπάς στα στήθια,
σάρκα ωμή σηψαιμική, της γης τους ευωδιά.

Ελευθερία ξάστερη από εμμονές αθώα,
η ουσία που σε διέπει αθάνατων αρχών,
από το βούρκο ψέμματος ζώα δε βγαίνουν σώα,
την κυνική εκλογίκευση φωτεινών ιδεών.

"Εξαφανίσου" ο καιρός λέει κοφτά στη μπόρα,
στο μαύρο κατρακύλημα που κλέβει την ανάσα,
η ώρα χρέους έφτασε στη λαβωμένη χώρα,
οι μέρες για να πεταχτούν των αγίων τα ράσα.


Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

Μαύρη στιγμή


Αέρα πυκνά στρώματα σφυρίζουν στο μυαλό σου,
το βήμα που σου έμαθαν βαγόνι κρύου τρένου,
τέρατα απερίγραπτα σε ζουν για το καλό σου,
στη θωριά του καθρέφτη σου παιδί σπασμένου φρένου.

Χιλιάδες παραμίλησες φορές στην προσευχή σου,
τους δαίμονες μην ξαναδείς, τους άκαιρους διαβάτες,
μα πάντα σε προλάβαινε το τέλος της αυγής σου,
το αργό ηλιοβασίλεμα με γρήγορους πελάτες.

Μήνες κύλισαν στο γκρεμό, χαροκαμμένα χρόνια,
το αίσθημα στον κρόταφο και όχι στην καρδιά,
του κοριτσιού η ανάμνηση έριχνε μαύρα χιόνια,
της γυναίκας το σκόρπισμα ζωγράφιζε η ματιά.

Πεθαίνεις κι ανασταίνεσαι πριν σε προφτάσει η μέρα,
σιχαίνεσαι το έργο τους μα πρωταγωνιστείς,
νοητική ενδόρρηξη πλέον δεν κάνεις πέρα,
τη μαύρη τελική στιγμή πριν πέσεις και χαθείς.

Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

Οι τριακόσιοι


Δεν είναι οι τριακόσιοι μπροστά στις θερμοπύλες,
παρά μια φωτιά άχαρη με κάρβουνα άμοιρα,
δεν είναι οι πρώτοι Έλληνες στις αιώνιες πύλες,
παρά η ανεμόσκαλα που σπάει άδοξα.

Ακίνδυνοι ακόλουθοι διπρόσωπων λαθών,
σιδερωμένοι άβουλοι βουλιάζουν στο όνειρο,
αφεντικά και δύσμοιροι ανθρώπινων παθών
πετάνε ρόδα κόκκινα στο οξύ αόρατο.

Αδέκαστη λευκή ιαχή με βράχνιασμα στο τέλος,
φυλακισμένη η ηχώ προσδόκιμης ορμής,
εμπαιγμός ακατάλληλος, μασκαρεμένο έλος,
σημαία σε χέρια τυφλά μίας ξένης οργής.

Δεν τους χωράει η πλάση αυτή αλλά ποντικού τρύπα,
 στη φάκα πιάνεται η σκιά σαν μαύρη ηδονή,
χορεύει στο μηδενικό η κωματώδης τσίπα,
λυγίζει μα δε χάνεται η ιστορική απαρχή.

Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Εγκάρδια αφή


Τις λέξεις μου κρυφάκουγες σε γνώριμο στενό,
τον πασατέμπο μάσαγες με οικείο χαμόγελο.

Στιγμές μας δίχως πειρασμό, δίχως τα λαγουδάκια
της μαύρης τρύπας της γνωστής, της ξέρας κατηφόρας,
ζούσαμε με κιθάρες μουσικόφιλης ώρας
τον ύμνο μας της ξεγνοιασιάς σε αειθαλή σοκάκια.

Από κοντά γνωρίσαμε τα χρόνια τα παλιά,
της μίας ηλιόλουστης κι ευλογημένης μέρας,
αθάνατή μου μοιρασιά χωρίς το μαύρο τέρας
που καραούλι φύλαγε στην πράσινη φτελιά.

Ματώσαμε σαν κάποτε από πικρό μαχαίρι,
δε γονατίσαμε στιγμή στο σκοτεινό το χώμα,
το γνωστό τέρας γέλαγε με πεθαμένο στόμα,
μα πρώτοι το σιωπήσαμε με την ελιά στο χέρι.

Αθόρυβη σε έμαθα με δύναμη αρχής,
απέραντη στον πηγαιμό εγκάρδιας αφής.
 

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Η ώρα


Σε καρτερώ ελεύθιστη, μόνη πανάγια ώρα,
με τ' όνομα το λατρευτό μνημονικής κοψιάς,
η θύμηση ρολόι σου στο χρονικό του τώρα,
με δείκτες στο αθάνατο ιστορικής μαγιάς.

Δε σε αγγίζει το σκοτάδι πορφυρογένη λόγου,
κι αν περιγράψω τη θωριά μιας Δελφικής ωδής,
ψάχνω στις μύριες αρετές θαμμένου αντιλόγου
και στην ανάσα Ιωλκού της δυτικής μας γης.

Σε αναζητώ στο πέλαγο κρύας θαλάσσιας νίκης,
σε βαστώ στο ατέρμονο παντοτινό της Δήλου,
σε ενέργειες που έλαμψαν στον ήλιο άνευ δίκης,
σε νηνεμία μυστική στις παρυφές του Νείλου.

Σε λατρεύω σαν όαση συλλογικής αλήθειας,
το χρόνο σου μετρώ σε νου καθάριας αλλαγής,
δε συναντάω τη βροχή ενδογενούς αήθειας
μα σε βρίσκω στο νόημα συμπαντικής αρχής.
 

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Πέρα απ' το αόρατο


Τα μάτια σου ζωγράφισαν της φύσης οι δυνάμεις,
 θαύματα υμνούν το πρόσωπο που άγγιξε ο θεός.
Στα βήματά σου γνώρισε ο ουρανός μου γνώση,
γλυκές στιγμές υπέρβασης, στα λόγια σου ανθός.

Ηδύς φωτεινή ύπαρξη φιλά τη νόησή σου,
η αγκαλιά σου ποταμός αθάνατης ζωής.
Ολόξανθη ενθύμηση το έργο της αυγής σου,
λευκό το πεπρωμένο σου, ισχύος αστραπής.

Δίνεις αγάπη και καρδιά σ' ένα μονάχο αστό,
μνήμη πέρα απ' το αόρατο στις σκοτεινές στιγμές,
τα χέρια σου στα χέρια μου δύο μοίρες ζεστές,
φλόγα δίνεις στις λέξεις μου για να πω σ' αγαπώ.
 

Γνώση και άγνοια


Ο εγκέφαλος ερμηνεύει την πραγματικότητα ενός λογικού πυρήνα βάσει των νοητικών δυνατοτήτων του αλλά και επηρεαζόμενος από υπάρχουσες αποθηκευμένες γνώσεις σχετικές με το θέμα. Όσο λιγότερες οι γνώσεις τόσο πιθανότερο είναι το συμπέρασμα που θα εκμαιευτεί σχετικά με το πρόσωπο του θέματος να μην συμφωνεί με την πραγματικότητα. Επίσης, όσο μεγαλύτερη η άγνοια τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες το άτομο να δράσει συναισθηματικά υποστηρίζοντας την άποψή του, δεδομένης της απουσίας ανατροπών της πραγματικότητάς του από εισερχόμενες γνώσεις με αποτέλεσμα, απουσίας τέτοιων εμπειριών, την έντονη πεποίθηση για την αξιοπιστία της αλήθειας που γνωρίζει και την υποστήριξη αυτής. Ο συγκερασμός οπτικής βάσει πνευματικών δυνατοτήτων και παρόντων γνώσεων δημιουργεί ένα σφιχτοδεμένο ακέραιο κράμα που προτείνει στη συνειδητότητα μια πειστική αλήθεια, βεβαίως υποκειμενική. Μπορούμε να αυξήσουμε την αξιοπιστία του συμπεράσματος και την αντικειμενικότητα της άποψης αλλάζοντας την ανεξάρτητη μεταβλητή στο κράμα, την ποσότητα των γνώσεων, δηλαδή, των σχετικών με το θέμα. Η επιτυχία, βέβαια, του εγχειρήματος αυτού εξαρτάται από το περιεχόμενο των γνώσεων. Οι πνευματικοί ορίζοντες διευρύνονται από την προσθήκη νέων γνώσεων με τα ενδογενή συμπεράσματα της προσωπικής οπτικής σχετικά με την υπάρχουσα πραγματικότητα να αλλάζουν, εξού και ο ορισμός της οπτικής ως εξαρτημένης από τις γνώσεις μεταβλητής. Το μακροπρόθεσμο πλεονέκτημα της διαχρονικής κατ' επανάληψη προσθήκης γνώσεων, της κατ' επανάληψη προσθήκης λογικών μοναδικών ιδιοσυχνοτήτων λογικών πυρήνων και λογικών δεδομένων είναι η δημιουργία ευρύτερης, σφαιρικότερης οπτικής για τα καθέκαστα μέσω των ενδογενών ανατροπών στα δομικά στοιχεία της υπάρχουσας πραγματικότητας και μια ετοιμότητα / υποψία καθώς και, πολλές φορές, λογική, αναλυτική διάθεση απέναντι σε νέα δεδομένα, με αποτέλεσμα την αυτόματη κατανόηση της πολυπλοκότητας των αποχρώσεων της αλήθειας στις περισσότερες καταστάσεις.

Σκέψη και σήψη


Τις γωνιές φωτίζω μ' ένα όνομα παλιό,
κάποια αντικρύζω.
Σήψη εξανεμίζω σε κοινωνία ενοχική,
σκέψη σου ανθίζω.

Την πληγή σου γλείφεις μόνη σ' ένα κόσμο ατάραχο,
δεν ψάχνεις θέμα για χορό.
Σε μιας Έρσης το δαιμόνιο, αργυρό δώρο της δροσιάς,
γυρίζεις πλάτη, δεν πετάς.

Λόγο σου θυμίζω, τους ψιθύρους τραγουδώ,
πνεύματα αγγίζω.
Κι όταν συνεχίζω, δίνω όρκο Ελληνικό,
φτερά δεν κερδίζω.

Κάποτε σε πρώτο χρόνο έδινες μάχη στο κενό,
κόντρα σε δύσοσμο εχθρό.
Τρύπιες στέγες έχτιζε η θλίψη πάνω από γκρίζους εραστές,
μα δεν πουλιέσαι απ' το χθες.



Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

Στην πλάση


Είσαι εδώ,
μες στην άχρωμη πάλη, μυστικό,
είσαι εδώ, σαν την έναστρη νύχτα,
σε ξέρω..

Ακροβατώ,
από μαύρο αγκίστρι, δε θα ζω,
ακροβατώ, στης αγάπης το έργο,
προσφεύγω..

Σα μωρό,
η ανάγκη μου λέει, θα σε δω,
σα μωρό, απ' το άγριο τέλμα,
ξεφεύγω..

Ορατό,
το ξανθό περιγιάλι, στον ανθό,
ορατό, ενός χτύπου το μύθο,
λατρεύω..

Μια ζωή,
στη δροσιά σου ανασαίνω, την αυγή,
μια ζωή, ακρωτήρι η καρδιά μου,
σε θέλω..

Θύμηση,
μία μνήμη που ακούει, μια φωνή,
θύμηση, οξυγόνο αθάνατο,
αναπνέω..

Όαση,
απροσδόκητος χρόνος, στην ψυχή,
όαση, τραγούδι νοσταλγίας,
σε πλέω..

Χείλη μου,
είστε φως μαγεμένο, προσφορά,
χείλη μου, τα φιλιά σας της μέρας,
κατέχω..

Θηλυκά,
λευκά χέρια στην πλάση, θεϊκά,
θηλυκά, δίχως όνειρα απόψε,
σας έχω..

Μες στο χθες,
τρικυμίες περάσαν, μελανές,
μες στο χθες, οι ατυχίες τελειώσαν,
ω ήλιε!


Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

Θεού δόκιμο


Στην τρικυμία έμαθες το αίσθημα να ορίζεις,
σαν φίλος σου προνόησε και περπατά σωστά,
θέρετρο για τη σύνεση η σκέψη στην καρδιά,
ψυχή για ένα χαμόγελο κατέχεις, δε λυγίζεις.

Σαν ταυρομάχος μάχεσαι μα οπαδούς δεν έχεις,
ούτε εσύ υπνωτικά άνθρωπο ακολουθείς,
σε μια αυτόνομη ζωή τη λύρα σου θα βρεις
στα δάχτυλά της που δεν παίζουν όταν εσύ απέχεις.

Η μέρα άξαφνα ξανθή, στις ώρες της χρυσίζει,
η νύχτα πάντα μελανή, το έναστρο φορά,
όσο την έχεις πια μαζί, ο ορίζοντας γελά,
μες στου θεού το δόκιμο στα μάτια της που ανθίζει.

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Ανδρομέδιος πελασγός


Φιλιώνουν όσοι βλέπουνε απ' τα παράθυρά σου,
αψύ εγώ μαγεύεται από την ανθρωπιά σου,
παλιοί εχθροί συντάσσονται δίπλα στο νόημά σου,
η ουσία που σε άγγιξε πλέκει τα νήματά σου.

Οικεία μνήμη οδηγείς, αλήθειες μας προτάσσεις,
βγαίνεις απ' το λαβύρινθο για ν' αφυπνίσεις τάσεις.

Ζωντανεύεις αγάλματα και ξεκλειδώνεις σκέψεις,
με την αρχαία σου ορμή πατάς κόκκινες έξεις.
 
Στην πόλη τους δεν απαντάς, μόνο παρατηρείς
και σε οξύ χρόνο της δράσης σου τους κανόνες τηρείς.

Βαθιά σιωπή και αμέτοχη απ' τα χαρίσματά σου,
πέφτει βαριά στα σπίτια τους μα όχι στα παιδιά σου,
πικρές ψυχές γλυκαίνονται απ' τα γνωρίσματά σου,
νόηση ανασταίνεται στα φίλια ένστικτά σου.

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

Ο τίγρης


Τίγρη, τίγρη στ' ανοιχτά
και στου δάσους τη μαγιά,
προχωράς στην παγωνιά
και στους θρύλους του βοριά.

 Τίγρη μέσα στα νερά
και στους ήχους του χιονιά
βγάζεις νύχια και πατάς
σαύρες κι άλλα ερπετά.

Δόντια ατσάλινα μπροστά
και αρπακτική ματιά,
σε μια κίτρινη σπηλιά
βρίσκει δράκο και φωτιά.

Κι αν πληγώνεται βαριά,
επιτίθεται ξανά,
του δαγκώνει την καρδιά,
του συνθλίβει τα μυαλά.

Τίγρη στη βαθιά νυχτιά,
με ολόλευκη θωριά,
μόνος κυνηγάς ξανά
λένε οι μύθοι του ντουνιά.


Κυριακή 1 Απριλίου 2012

Οδύσσεια


Τα χέρια σου ανάμεσα σε ραγισμένες μοίρες,
για την ψυχή σου μόχθησα μια νύχτα με τανγκό,
με όπιο ενσυναίσθησης σε σκοτεινό γραφτό,
βρήκαν σε αργό σου ποίημα την ευτυχία χήρες.

Ταξίδι μιας Οδύσσειας με έργο θυμικό,
βλέπεις ηδύ αντίτιμο στο τέλος του διαδρόμου,
ανοίγεις μυθικά πανιά, μονόγραμμα του νόμου,
την Πηνελόπη συναντάς σε χρόνο Ομηρικό.

Παλιό βιβλίο άνοιξε στα μάτια της εικόνας,
η αλήθεια που έψαχνες δυο λέξεις μακριά,
η ωμή πραγματικότητα έμεινε στα γραπτά
και η φωτογραφία ακατανόμαστης γοργόνας.

Ήπιες νερό της λύτρωσης ή κινούμενη άμμο,
στην έρημο του κοινού νου φοίνικες κατουράνε,
οι προσευχές στα γόνατα τα πόδια σου πονάνε
στο τρίκορφο που άγιασε φωτιά από κει πάνω.