Εκεί στα μίλια,
έκανες την απόσταση δρόμο για χείλια,
ανάγκη πρόξενε με κέρασες ομόνοια,
φάρμακο άρρωστων σκιασμένων συνειρμών.
Εκεί στην τέρψη,
αγόρασες τη διψασμένη έξη,
δυο νοήματα κι άκοπο καφέ σκούρο,
χαρμάνι νότας σ' έναν άδειο λυρισμό.
Εκεί στο τέλος,
μπήκε η αντίδραση σε βολεμένο έλος,
και παραπάταγε γοργά το κάλεσμά μου,
σαν αργός κλέφτης μηχανής αξιακής.
Άμμος στα ρούχα,
ενόχλημα κι η πρώτη σκέψη που 'χα,
μα αγαπούσα το μουστάκι σου από γάλα,
σαν μια ιπτάμενη στο σφάλμα μας στιγμή.
Εκεί στη ζήλεια,
ροκάνισε το άκοσμο σημάδια χίλια,
στην ένωση της ενοχής με αγαθό οίκτο,
λαβώθηκε λίγος θνητός αλτρουισμός.
Εκεί στα υπόγεια,
όπου εκθείασαν τα έτοιμα κατώγια,
παραγνωρίστηκε ο τίγρης με το δράκο,
και αναλήφθηκε η κίτρινη ψυχή.
Εκεί η Έρση,
ξέχασε ό,τι θυμιατό κράτησε πέρυσι,
έμαθε κόκκινους καπνούς να μην εισπνέει,
μάθημα άηχο απ' το αιώνιο χθες.
Στην τρύπια στέγη,
δεν έμαθε λειψή καρδιά να επιλέγει,
ωμό αντίκρυσμα του πόνου στην οθόνη,
και ξέχασες την πάνλευκη αφή.
Εκεί στη μπόρα,
χάθηκε η αίσθηση και η πράσινη ώρα,
ξέφυγε τ' όνομα στο δάσος της ασφάλτου,
γύρισε η στάση της ζωής μισό φιλί.
Εκεί στη νύξη,
ξόρκισες τη δειλία σώμα που είχε αγγίξει,
μπήκα σε χρόνο εμπειρικό στα λογικά σου,
στη ρόδα έτρεμε σινιάλο μαγικό.
Εκεί στο τέρας,
φύσαγε αίρεση, ψιθύριζε αέρας,
μα στην Ανατολή της φύσης σου διάρκεια,
απτή συνέχεια με νερό χωρίς ρυθμό.
Ρολόγια δώρα,
με δείκτες μυτερούς στην επαρχία-χώρα,
αδυναμία είχε ο φόβος στη σκιά της,
μα το φως πρότεινε την πρώτη μας ευχή.