Μήτε επί τέλους μήτε επί της αρχής,
στην ομαλή μας κίνηση τα άκρα αγκυλώνουν,
αιμοσφαιρίνης παίγνιο στη ρότα της βροχής,
σε εξάγωνα κλαδιά λουλούδια δε φυτρώνουν.
Στον καφέ της ανάλυσης σύννεφο κατακάθι,
δε στρίβει στο απροσδόκητο η λαμπαδίτσα ευχή,
κεραυνοί στον αδύναμο και κερωμένα πάθη,
κι έλειψε στους ορίζοντες ο φάρος πριν βραχεί.
Κατάσταση ιλαρότητας στα γέλια δε σε αφήσαν,
με πρόθυμο φουστάνι ανεμίζεις χορό,
πνεύμα γνωστής ταυτότητας στην κόλαση σε ωθήσαν,
σε πύρινο χαρμάνι καπνό έχουν για φτερό.
Αργά και δεκατρία στη σμαραγδένια πόλη,
η μηχανή μορφώθηκε και καίει πάντα ελπίδες,
ρωτάμε την αντίδραση που επισκευάσαν όλοι,
"ποιό το απόλυτο μηδέν στα χρώματα που είδες;"
Ληστεία στο υπόλοιπο που έχουν στο μυαλό
κάνουνε οι ανάγκες τους και τα γαλάζια λάθη,
μα τομή στο αδύνατο που βγάζει στο γυαλό
κατάφερε η ανθρωπιά που άσθμα δε θα πάθει.
Απόφαση συνύπαρξης πατάς σε ζεστή άμμο,
ταξιδεύεις τον ξενιστή σε λιγοστά λημέρια,
μάσκα μικροαστική που όλο κυλιέται χάμω,
άλλοι φορούν με απάθεια και σταυρωμένα χέρια.
Η εποχή δε σε έδεσε παρά με συμφραζόμενα,
η άοσμη ενέργεια καύσιμο της ματιάς,
μα στη θηλιά σου σφίγγουνε τα μύχια συγκρουόμενα,
ο τρόπος τους σκιές στο σώμα της ιτιάς.
Το ποτήρι Δεκέμβρη από χοντρό γυαλί,
μισογεμάτος ο καιρός με χρόνο καλαμάκι,
σχεδιάζονται αναπόφευκτα με ιστορία θολή,
κι η άγνοια ορθώνει ρυθμικό παλαμάκι.
Στης παγωνιάς την Άνοιξη φρακταλική νιφάδα
διδάσκει μαθηματικά σε απλά κομμάτια φύσης,
η φυσική πολιτισμού που λέγεται Ελλάδα,
ανασταίνει τους τόνους σε σκονισμένες ρήσεις.
Δεν έχει νόημα η πληγή χωρίς το χρονικό της,
το μεσημέρι σκέψης δίχως νόησης ήλιο,
σεργιάνι στη μετάφραση χωρίς το ασημικό της,
μας έκανε η νύχτα με πεπρωμένο φίλο.
σε εξάγωνα κλαδιά λουλούδια δε φυτρώνουν.
Στον καφέ της ανάλυσης σύννεφο κατακάθι,
δε στρίβει στο απροσδόκητο η λαμπαδίτσα ευχή,
κεραυνοί στον αδύναμο και κερωμένα πάθη,
κι έλειψε στους ορίζοντες ο φάρος πριν βραχεί.
Κατάσταση ιλαρότητας στα γέλια δε σε αφήσαν,
με πρόθυμο φουστάνι ανεμίζεις χορό,
πνεύμα γνωστής ταυτότητας στην κόλαση σε ωθήσαν,
σε πύρινο χαρμάνι καπνό έχουν για φτερό.
Αργά και δεκατρία στη σμαραγδένια πόλη,
η μηχανή μορφώθηκε και καίει πάντα ελπίδες,
ρωτάμε την αντίδραση που επισκευάσαν όλοι,
"ποιό το απόλυτο μηδέν στα χρώματα που είδες;"
Ληστεία στο υπόλοιπο που έχουν στο μυαλό
κάνουνε οι ανάγκες τους και τα γαλάζια λάθη,
μα τομή στο αδύνατο που βγάζει στο γυαλό
κατάφερε η ανθρωπιά που άσθμα δε θα πάθει.
Απόφαση συνύπαρξης πατάς σε ζεστή άμμο,
ταξιδεύεις τον ξενιστή σε λιγοστά λημέρια,
μάσκα μικροαστική που όλο κυλιέται χάμω,
άλλοι φορούν με απάθεια και σταυρωμένα χέρια.
Η εποχή δε σε έδεσε παρά με συμφραζόμενα,
η άοσμη ενέργεια καύσιμο της ματιάς,
μα στη θηλιά σου σφίγγουνε τα μύχια συγκρουόμενα,
ο τρόπος τους σκιές στο σώμα της ιτιάς.
Το ποτήρι Δεκέμβρη από χοντρό γυαλί,
μισογεμάτος ο καιρός με χρόνο καλαμάκι,
σχεδιάζονται αναπόφευκτα με ιστορία θολή,
κι η άγνοια ορθώνει ρυθμικό παλαμάκι.
Στης παγωνιάς την Άνοιξη φρακταλική νιφάδα
διδάσκει μαθηματικά σε απλά κομμάτια φύσης,
η φυσική πολιτισμού που λέγεται Ελλάδα,
ανασταίνει τους τόνους σε σκονισμένες ρήσεις.
Δεν έχει νόημα η πληγή χωρίς το χρονικό της,
το μεσημέρι σκέψης δίχως νόησης ήλιο,
σεργιάνι στη μετάφραση χωρίς το ασημικό της,
μας έκανε η νύχτα με πεπρωμένο φίλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου