Χρόνια το πλήθος θήραμα σε ακριβό σεντόνι,
τρίβεται και μαθαίνει αζημίωτο ρυθμό
και μειδιάζει θλιβερά στο πρόσκαιρο τιμόνι,
παθητικά παρακαλεί το τέρας που ζυγώνει
παθητικά παρακαλεί το τέρας που ζυγώνει
να του δανείσει δυο κλαδιά απ' τον γερό κορμό.
Πώς να γλυτώσεις άθλιους θαμώνες νυχτωμένης
και ξεφτισμένης Άνοιξης από μαχαίρι πείνας,
πώς να ενώσεις διαφορές μιας ώρας σκουριασμένης,
στα σπάργανα μιας κίνησης πια λοβοτομημένης,
σε χαραυγή αφαίμαξης στον ήχο της σειρήνας;
Συνομωτεί η μνήμη σου κόντρα στο άθλημά τους,
στο λάγνο τους στραμπούληγμα της όρθιας φωνής,
κοχλάζει σε καυτό βαθμό και το αίμα στα μυαλά τους,
σκοντάφτει όμως το νόστιμο θύμα στα πέρατά τους,
στο νου του πάλι ισορροπεί πινάκιο ευχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου