Έριχνε πανιά η γη,
ζεστά πανωφόρια,
δεν πιάνουν τα ξόρκια
μέσα στη βροχή.
Κι όταν έφτασε η σιγή,
τα βρεγμένα φύλλα,
πότισαν με ζήλο
τη νωπή αυγή.
Σύννεφα λευκά, γυμνά,
έτοιμη κοπέλα,
στο βοριά μου έλα
μου 'χες πάλι πει.
Είχες φέρει Άνοιξη,
την παλιά εικόνα,
πόσα πίσω χρόνια
ξάφνου είχα βρεθεί.
Μ' έσωσες με μια ματιά,
μ' ένα θαμπό ίσως,
πώς να λησμονήσω
κείνη τη νυχτιά.
Κι όταν τέλειωσε η στιγμή
πήρες την αλήθεια,
μαχαιριά στα στήθια
έδωσε η σιωπή.
Ο δικός μας άνεμος
το φιλί φυσάει,
φεύγει, δε ρωτάει,
πότε και γιατί.
Η αγάπη μια ματιά
που δε λέει να σβήσει,
ήλιος που στη Δύση
φέγγει με ψυχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου