Σα ναυαγός περίμενα βάρκα για το νησί σου,
εννιά ζωές μου γύρευα το δρόμο στην ακτή σου.
Σε θάλασσα κατάμαυρη κολύμπησα για αιώνες,
με τέρατα ασύλληπτα πάλεψα πριν σε δω.
Της φαντασίας ανύπαρκτοι έμοιαζαν οι θαμώνες,
μπροστά σε μαύρο δαίμονα που μου 'μελλε να βρω.
Είχε φίδια ολόμαυρα και χέρια φλογισμένα,
κεφάλια μύρια αλλιώτικα και μυτερή ουρά.
Κέρατα είχε στο μέτωπο και αγκάθια στα κεφάλια
και δυο πελώρια φτερά μαύρα και σε φωτιά.
Τα έδιωξα τα τέρατα, έφτασα στο νησί σου,
συνάντησα το δαίμονα, αστραφτερό κακό.
Πάλεψα με τις θύελλες, τη φθονερή φωτιά του,
πληγώθηκα απ' τα αγκάθια του, φαρμάκι φοβερό.
Με λύσσα επιτέθηκα, τον σώριασα στην άμμο,
πια πληγωμένος έψαξα το βλέμμα σου το αγνό.
Σε βρήκα να στοχάζεσαι σε κρύα παραλία,
λύπη να περιφέρεις σαν μοναχή ψυχή.
Το νέκταρ που μου έδωσες μου χάρισε ζωή,
λύπη να περιφέρεις σαν μοναχή ψυχή.
Το νέκταρ που μου έδωσες μου χάρισε ζωή,
μια αγκαλιά, χαμόγελο κι ένα γλυκό φιλί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου