Σ' ένα άθλιο σκλαβοπάζαρο γυρνούσες μεθυσμένος
σε αλυσίδες, δύσμοιρους και γρήγορες δραχμές.
Το μαύρο ρούμι έσταζε στο πέτσινο γιλέκο
σαν έπινες για αλησμόνητες στιγμές.
Ο νους σου στα δυο μάτια της, στο μπράτσο τ' όνομά της,
τα πλοία σφύριζαν έτοιμα, μπαρκάριζαν για αλλού.
Σ' ένα τοπίο βρώμικο έκανες τον κομπάρσο,
το πρόσωπό της πουθενά μα πάντα και παντού.
Την είχες κοντά κάποτε, ζωή σαν Καλοκαίρι,
μα έφυγε σ' άγνωστα νερά, σε άλλες αγκαλιές.
Μαύρισε η γη τριγύρω σου, οι νέοι γίναν γέροι,
η μνήμη έγινε κάρβουνο που καίει τις αυγές.
Στην τσέπη δυο δεκάρικα στην άλλη άλλα τρία,
μ' ένα μόνο εισιτήριο ξεκίναγες ξανά.
Δίπλα ο μανάβης φώναζε φορτώστε τα τελάρα,
ο χρόνος πια δεν πάγωνε, μονάχα η καρδιά.
Με μιας στο πλοίο ανέβηκες, γράπωσες την αρχή σου,
δάκρυα μες στα σπλάχνα για το γκρίζο παρελθόν.
Εκείνη μια ανάμνηση χαμένη στα φουγάρα
που φώναζαν πια ξέχναν την και πάτα στο παρόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου